Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

 
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας και ταυτόχρονα το πλουσιότερο μουσείο του κόσμου σε ελληνικές αρχαιότητες, βρίσκεται στην οδό Πατησίων, πολύ κοντά στο κέντρο των Αθηνών. Καταλαμβάνει περίπου ένα οικοδομικό τετράγωνο και η σημερινή νεοκλασική μορφή του οφείλεται στους αρχιτέκτονες Ludwig Lange και Ernst Ziller. Παρότι ήταν ανοιχτό στο κοινό ήδη από το 1881, δέχτηκε ερκετές επεκτάσεις, όταν αρχαιότητες απ’ όλη την Ελλάδα άρχισαν να καταφτάνουν σ’ αυτό. Στη σημερινή του μορφή ολοκληρώθηκε το 1939.
Η έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου είναι διευθετημένη σε έξι μεγάλες ενότητες: Τις προϊστορικές συλλογές, τη συλλογή γλυπτών, τη συλλογή χαλκών, την αιγυπτιακή συλλογή, τη συλλογή αγγείων και μικροτεχνίας και τη συλλογή Σταθάτου.
Οι προϊστορικές συλλογές, είναι οι πρώτες που υποδέχονται τον επισκέπτη, μόλις περάσει τη μνημειακή είσοδο και το χώρο έκδοσης των εισιτηρίων. Καταλαμβάνουν τις τρεις κεντρικές, επιμήκεις αίθουσες στο ισόγειο (αιθ. 3-6) και την αίθουσα 48 στον πρώτο όροφο. Καθώς ολόκληρο το μουσείο είναι στημένο έτσι ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να παρακολουθήσει τις εκφάνσεις του ελλαδικού πολιτισμού στη χρονική τους ακολουθία, καλό είναι η περιήγηση να αρχίσει όχι από την εντυπωσιακή κεντρική αίθουσα 6, αλλά από την αίθουσα 5 που βρίσκεται στα αριστερά της. Εδώ εκτίθεται η αρχαιότερη συλλογή του Μουσείου, η νεολιθική. Τα ευρήματα καταλαμβάνουν μία χρονική περίοδο από το 6800 έως το 3300 π.Χ. και προέρχονται κυρίως από τους δύο μεγάλους ανεσκαμμένους νεολιθικούς οικισμούς της Ελλάδας, το Σέσκλο και το Δίμηνι, στη Θεσσαλία. Εκτός αυτών, η αίθουσα 5 περιλαμβάνει και την αμέσως επόμενη χρονολογική φάση, την Πρωτοελλαδική Περίοδο (3300 – 2000 π.Χ.), με εκθέματα από τον Ορχομενό, τη Ραφήνα, τον Άγ. Κοσμά, τη Λήμνο και την Τροία.
Από την αίθουσα 5 περνάμε στην αίθουσα 6, όπου στεγάζεται η κυκλαδική συλλογή του Μουσείου. Εδώ εκτίθενται τα έργα του πολιτισμού που άκμασε στις Κυκλάδες από το 3000  μέχρι το 1100 π.Χ. Εδώ θα δει ο επισκέπτης πολλά από τα ιδιόμορφα μαρμάρινα κυκλαδικά ειδώλια, μεταξύ αυτών τον έξοχο αρπιστή της Κέρου, καθώς και το μεγαλύτερο σωζόμενο ειδώλιο της περιόδου, ύψους 1,52 μ. από την Αμοργό. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν και τα πήλινα «τηγανόσχημα σκεύη» που φέρουν εγχάρακτες τις πρωιμότερες παραστάσεις πλοίων στο Αιγαίο, για τα οποία οι ειδικοί ερίζουν για περισσότερα από 100 χρόνια σχετικά με τη χρήση τους.
Η λάμψη του χρυσού καταβάλλει τον επισκέπτη από την πρώτη στιγμή, μόλις εισέλθει στην κεντρική αίθουσα 4. Εδώ βρισκόμαστε στη μυκηναϊκή συλλογή (1600-1100 π.Χ.), που δικαίως καταλαμβάνει τη σημαντικότερη αίθουσα του Μουσείου. Αναπόφευκτα το μυαλό μας τρέχει στο μεγάλο Γερμανό ερευνητή Σλήμαν, που πρώτος, ανέδειξε τον πολιτισμό των Μυκηνών, αποδεικνύοντας ότι ο Όμηρος δεν ήταν ένα απλό παραμύθι. Όλα τα εντυπωσιακά του ευρήματα βρίσκονται εδώ, συμπληρωμένα και από τις έρευνες των επιγόνων αρχαιολόγων, στις Μυκήνες, την Τίρυνθα, την Πύλο, το Βαφειό Λακωνίας κ.α. Η πλειονότητα των εκθεμάτων αποτελεί κτερίσματα τάφων, πολύτιμα δηλ. σκεύη που συνόδευαν τους νεκρούς πρίγκηπες στο ταξίδι στον άλλο κόσμο. Οι θησαυροί της αίθουσας 4 είναι αναρίθμητοι, ξεπερνώντας τη φαντασία. Εδώ βρίσκονται τα χρυσά προσωπεία των μυκηναίων αρχόντων, τα χάλκινα όπλα με την εμπίεστη διακόσμηση από χρυσό, ασήμι και νιέλλο με τις κυνηγετικές παραστάσεις, τα χρυσά κύπελλα του Βαφειού με τις έκτυπες παραστάσεις σύλληψης ταύρων, τα χρυσά διαδήματα, κοσμήματα και δακτυλιόλιθοι, τα μικροτεχνήματα από ελεφαντόδοντο, οι πινακίδες της Γραμμικής Β΄και ο περίφημος κρατήρας των πολεμιστών με την απεικόνιση αγήματος πεζικού των Μυκηναίων.
Η θέαση των προϊστορικών ευρημάτων του Μουσείου, ολοκληρώνεται με την επίσκεψη στην αίθουσα 48 του πρώτου ορόφου, που είναι αφιερωμένη στο Ακρωτήρι της Θήρας, τον οικισμό που καταπλακώθηκε από τη λάβα το 1625 π.Χ. Εδώ εκτίθενται οι πασίγνωστες τοιχογραφίες του οικισμού, όπως αυτή του ψαρά, των παιδιών που πυγμαχούν, η τοιχογραφία του στόλου κ.α.
Μετά την ολοκλήρωση της ενότητας των προϊστορικών συλλογών, ο επισκέπτης μπορεί να γυρίσει πίσω στην είσοδο του Μουσείου, για να μπει στον επόμενο θεματικό κύκλο που είναι η συλλογή γλυπτών. Η γλυπτοθήκη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου είναι η πλουσιότερη στον κόσμο και εκτίθεται σε τριάντα συνολικά αίθουσες που καλύπτουν έργα από την Αρχαϊκή εποχή (7ος αιώνας π.Χ.) μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Η έκθεση εκτυλίσσεται σε κυκλική πορεία που αρχίζει από την αίθουσα 7, αμέσως αριστερά της εισόδου.
Στην αίθουσα 7 βρισκόμαστε ενώπιον των έργων της πρώτης φάσης της μνημειακής γλυπτικής, γνωστής ως «δαιδαλικής», καθώς πήρε το όνομά της από τον μυθικό γλύπτη Δαίδαλο. Τα έργα αυτά χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ., έχουν έντονα ανατολικά στοιχεία και προϊδεάζουν τον επισκέπτη για τον ώριμο αρχαϊκό ρυθμό που θα ακολουθήσει. Το επιβλητικότερο άγαλμα είναι αυτό της Ναξίας Νικάνδρης, με την αφιερωματική επιγραφή, που βρέθηκε στη Δήλο.
Στις αίθουσες 8-13 εκτίθεται η γλυπτική της ώριμης Αρχαϊκής Περιόδου, από το 620 έως και το 480 π.Χ. Κυριαρχούν φυσικά οι «κούροι» και οι «κόρες», εξιδανικευμένες εικόνες νεκρών νέων ή λατρευτών του Απόλλωνα, συχνά σε υπερφυσικό μέγεθος. Εικόνες στερεότυπες και ακίνητες μας τονίζουν την αιώνια και αναλοίωτη ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν επιδέχεται έκφραση ατομικών χαρακτηριστικών. Οι περισσότεροι διάσημοι ή «επώνυμοι» κούροι βρίσκονται εδώ: οι κούροι του Σουνίου, ο κούρος της Βολομάνδρας, ο κούρος της Μήλου, ο κούρος της Κέας, μαζί και η κόρη Φρασίκλεια από την Αττική, κατά κοινή ομολογία, η ωραιότερη του Μουσείου. Ο επισκέπτης, βλέποντας τα αγάλματα αυτά σε χρονολογική σειρά, θα διαπιστώσει και την αναπόφευκτη εξέλιξη της ελληνικής τέχνης, που δεν είναι άλλη από μία συνεχή πορεία προς τη φυσιοκρατία. Οι ύστερες σειρές κούρων, έχουν απελευθερωθεί από τις στερεότυπες στάσεις, σαν να προσπαθούν να κινηθούν προς τον έξω κόσμο.
Η εξέλιξη προς τη φυσιοκρατική απόδοση των μορφών, γίνεται ακόμα πιο σαφής στις δύο επόμενες αίθουσες (14-15), όπου βρίσκονται τα έργα της πρώιμης Κλασικής Περιόδου, που αποκαλούνται και «αυστηρορυθμικά» (480-450 π.Χ.). Η εγκράτεια και ο ιδεαλισμός αποτυπώνονται σε όλα τα έργα της περιόδου αυτής, οι άξονες όμως των γλυπτών έχουν ελευθερωθεί και τα αγάλματα κινούνται πλέον με μεγαλύτερη άνεση στο χώρο. Εδώ βρίσκεται ίσως και το διασημότερο άγαλμα του Μουσείου, ο εξαιρετικός χάλκινος Δίας ή Ποσειδώνας, που συλλέχθηκε από την θαλάσσια περιοχή του Αρτεμησίου της Εύβοιας. Χρονολογείται κοντά στο 460 π.Χ. και αρκετοί ειδικοί αναγνωρίζουν πάνω του, το χέρι του διάσημου εκείνη την εποχή,  γλύπτη Κάλαμη.
Στις επόμενες πέντε αίθουσες (16-20) η κλασική τέχνη φτάνει σ’ αυτό που από πολλούς θεωρείται αποκορύφωμά της. Κυρίαρχο ρόλο τόσο στην πολιτική, όσο και στην καλλιτεχνική ζωή παίζει πλέον η Αθήνα του Περικλή και τα γλυπτά που βλέπουμε εδώ, είναι σύγχρονα με τα γλυπτά του Παρθενώνα. Είναι απόλυτα λογικό να υποθέσουμε ότι πολλά από αυτά είχαν φιλοτεχνηθεί και από τους ίδιους γλύπτες. Οι επιτύμβιες στήλες κάνουν τώρα ξανά την εμφάνισή τους, ενώ υιοθετούνται και νέοι τύποι ταφικών μνημείων, όπως οι μνημειακοί ανάγλυφοι λήκυθοι. Εδώ θα δούμε την επιτύμβια στήλη της Ηγησούς από τον Κεραμεικό, το αμφίγλυφο ανάγλυφο του Φαλήρου με την αρπαγή της νύμφης από τον Έχελο, την επιτύμβια λήκυθο της Μυρρίνης και την εκπληκτική στήλη του νέου από τη Σαλαμίνα, για να αναφέρουμε μερικά μονο από τα πιο ονομαστά έργα. Στις αίθουσες 19 και 20, τα έργα δεν είναι κλασικά πρωτότυπα, αλλά ρωμαϊκά αντίγραφα διάσημων έργων της κλασικής περιόδου. Εδώ μπορούμε να πάρουμε και μία ιδέα για το πώς ήταν το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς μέσα στον Παρθενώνα, καθώς έχει σωθεί μία ρωμαϊκή μικρογραφία του, η επωνομαζόμενη Αθηνά του Βαρβακείου.
Στις επόμενες δύο αίθουσες (21 και 34) βρισκόμαστε στο μέσον ακριβώς της γλυπτοθήκης. Η χρονολογική αλυσίδα της έκθεσης σπάει εδώ τροποντινά, καθώς στο κομβικό αυτό σημείο του μουσείου εκτίθενται έργα από διάφορες περιόδους. Εδώ μπορούμε να σταθούμε μπροστά από το άγαλμα του διαδούμενου αθλητή, ρωμαϊκό αντίγραφο (ένα από τα δεκάδες) ενός εξαιρετικά διάσημου αγάλματος του 5ου αιώνα π.Χ. από τον γλύπτη Πολύκλειτο. Εδώ βρίσκεται και το χάλκινο άλογο  με τον τζόκεϋ, σε φυσικό μέγεθος, έργο Ελληνιστικών χρόνων, πιθανότατα του 2ου αιώνα π.Χ. Συλλέχθηκε και αυτό από τη θαλάσσια περιοχή του Αρτεμησίου της Εύβοιας, όπως και ο Ποσειδώνας.
Η χρονολογική ενότητα ανακτάται στην αίθουσα 22, που είναι αφιερωμένη στα αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, χρονολογούμενα στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Οι έφιππες γυναικείες μορφές απεικονίζουν τις Αύρες και αποτελούσαν τα ακρωτήρια του ναού.
Στις αίθουσες 23 και 24 εκτίθενται οι επιτύμβιες στήλες του 4ου αιώνα π.Χ. Οι διαστάσεις τους έχουν μεγαλώσει, έχουν γίνει πιο μνημειακές, ενώ τα ανάγλυφα είναι σχεδόν έξεργα, σαν να προσπαθούν οι μορφές να απελευθερωθούν από το μάρμαρο του βάθους.
Στις στενόμακρες αίθουσες 25, 26 και 27, έχουν συγκεντρωθεί αποκλειστικά αναθηματικά και ψηφισματικά ανάγλυφα  Τα πρώτα είναι αφιερωμένα από λατρευτές ή επίσημους φορείς σε διάφορα ιερά, τα δεύτερα αποτελούν δημόσιες κοινοποιήσεις κρατικών αποφάσεων προκειμένου να τιμηθούν ευεργέτες της πόλης, ή συνθήκες συμμαχίας μεταξύ δύο πόλεων. Από τα αναθηματικά ανάγλυφα ξεχωρίζουν αυτά προς τιμή του Ασκληπιού και του Πανός, της αγροτικής θεότητας, που την εποχή αυτή η λατρεία της είχε πλέον εισέλθει και στο αστικό περιβάλλον.
Στην παράπλευρη αίθουσα 28 εκτίθεται γλυπτική της Ύστερης κλασικής Περιόδου, κυρίως αττικά επιτάφια μνημεία. Η θάλασσα για άλλη μια φορά μας αποζημιώνει με δύο χάλκινα αυθεντικά πρωτότυπα, τον έφηβο των Αντικυθήρων που μάλλον παριστάνει τον Περσέα και τον έφηβο του Μαραθώνα, που κάποιοι ειδικοί αναγνωρίζουν πάνω του το χέρι του Πραξιτέλη.
Οι επόμενες δύο αίθουσες (29-30) είναι αφιερωμένες στη γλυπτική της Ελληνιστικής Περιόδου (323 – 31 π.Χ.), όταν υπό το πρίσμα της διεύρυνσης των βασιλείων των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, εμφανίζονται νέες τάσεις στη γλυπτική. Η πιο ευδιάκριτη είναι η μπαρόκ τεχνοτροπία, εμφανής σε αρκετά έργα, όπως στο άγαλμα του Ποσειδώνα από τη Μήλο ή σε αυτό του πληγέντος Γαλάτη από τη Δήλο. Εδώ εκτίθεται και το ερωτικό σύμπλεγμα Αφροδίτης και Πανός, έργο σε ροκοκό τεχνοτροπία, του 1ου αιώνα π.Χ.
Στις τρεις τελευταίες αίθουσες της γλυπτοθήκης, εκτίθενται γλυπτά των Ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη κατά την περίοδο αυτή έχει σε μεγάλο βαθμό υποταχτεί στην αυτοκρατορική προπαγάνδα, ωστόσο υπάρχουν αρκετά έξοχα πορτραίτα και αδριάντες επιφανών προσώπων της εποχής.
Η επόμενη κατά σειρά ενότητα του μουσείου είναι η συλλογή χαλκών, στις αίθουσες 36-39, στο βάθος αριστερά του κεντρικού διαδρόμου. Η συλλογή αυτή απαρτίζεται κυρίως από γλυπτά έργα μικροτεχνίας, που στην απόλυτη σχεδόν πλειονότητά τους αποτελούν αφιερώματα λατρευτών στα μεγάλα ιερά και καλύπτουν μία χρονική περίοδο από τον 7ο έως και τον 5ο αιώνα π.Χ. Μεταξύ των ευρημάτων μπορεί να δει κανείς περίτεχνα κάτοπτρα του αυστηρού ρυθμού, αγαλμάτια του Διός, του Πανός και της Αθηνάς, καθώς και το περίφημο αστρολάβο των Αντικυθήρων, έναν χάλκινο, εξαιρετικά πολύπλοκο μηχανισμό, που χρησίμευε σε αστρονομικούς και ημερολογιακούς υπολογισμούς ακριβείας, χωρίς αμφιβολία τον πρόδρομο των σημερινών φορητών υπολογιστών.
Στις αίθουσες 40 και 41, υπάρχει η μικρή αλλά σημαντική αιγυπτιακή συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Τα εκθέματα εδώ προέρχονται από τις δωρεές του Ιωάννη Δημητρίου και του Αλέξανδρου Ροστόβιτς και καλύπτουν ένα τεράστιο χρονολογικό εύρος, από την προδυναστική Αίγυπτο μέχρι την περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησης (5000 π.Χ.- 300 μ.Χ.).
Η συλλογή αγγείων και μικροτεχνίας εκτείνεται στις αίθουσες 49-56 του πρώτου ορόφου. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να έχει ένα πανόραμα της ελληνικής κεραμικής από το 900 έως και τον 4ο αιώνα π.Χ. Οι διάφοροι ρυθμοί παρουσιάζονται κατά ενότητες. Στις δύο πρώτες αίθουσες εκτίθεται κεραμική της Γεωμετρικής Εποχής, που έλαβε το όνομά της από τη γεωμετρική διακόσμηση των πιο αντιπροσωπευτικών της αγγείων. Εδώ κυριαρχούν  οι μεγάλοι μελανόμορφοι κρατήρες και αμφορείς με τις νεκρικές παραστάσεις θρήνου και εκφοράς. Τα περισσότερα από αυτά τα αγγεία υπήρξαν σήματα τάφων. Στις αίθουσες 50 και 51 εκτίθενται αγγεία του «ανατολίζοντος ρυθμού», προερχόμενα  από το Άργος, την Αχαΐα, τη Θήρα, την Πάρο, την Κρήτη, τη Ρόδο και τη Θάσο. Διαπιστώνουμε ότι κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής, η γεωμετρική διακόσμηση της προηγούμενης περιόδου υποχωρεί για χάρη της ανθρώπινης μορφής, που εμφανίζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα, με περισσότερη φυσιοκρατία και με έντονα χρώματα. Είναι η εποχή που η τέχνη στην Ελλάδα γίνεται ανθρωποκεντρική. Την περίοδο αυτή, αρχίζουν να αποτυπώνονται σε αγγεία και τα πρώτα μυθολογικά επεισόδια.
Στις αίθουσες 53 και 54, εκτίθενται αγγεία του λεγόμενου «μελανόμορφου ρυθμού», ενός ρυθμού που κυριάρχησε στην Ελλάδα κατά το μεγαλύτερο μέρος του 6ου αιώνα π.Χ. Εδώ κυριαρχεί τελείως η ανθρώπινη μορφή ενώ τα μυθολογικά επεισόδια και οι σκηνές καθημερινής ζωής αποτελούν το κύριο θεματολόγιο της διακόσμησης. Παράλληλα είναι και η εποχή που οι αγγειογράφοι – περήφανοι χωρίς αμφιβολία για τα έργα τους – αρχίζουν να τα υπογράφουν. Μεταξύ των αγγείων θα δούμε λοιπόν υπογραφές διάσημων καλλιτεχνών της εποχής τους, όπως ήταν ο Λυδός, ο Νέαρχος και ο Εξηκίας. Στην αίθουσα 54 βρίσκονται και τα πρώτα δείγματα του ερυθρόμορφου ρυθμού, που από το 530 π.Χ. σταδιακά άρχισε να αντικαθιστά τον πεπαλαιωμένο μελανόμορφο, για να υπερισχύσει απόλυτα κατά τους δύο επόμενους αιώνες. Την ίδια εποχή, καλλιτεχνική αξία πέρα από την διακόσμησή τους αποκτούν και τα ίδια τα αγγεία με τις λεπτεπίλεπτες γραμμές τους, ειδικά τα αγγεία των συμποσίων, όπως οι κρατήρες και οι κύλικες.
Οι δύο τελευταίες αίθουσες (55-56), περιλαμβάνουν αγγεία του ερυθρόμορφου ρυθμού (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.) και λευκές ληκύθους με νεκρικές σκηνές. Εδώ μπορεί να διαπιστώσει κανείς την εξέλιξη των σχημάτων και της ζωγραφικής διακόσμησης μέσα σε δύο σχεδόν αιώνες παραγωγής. Οι μορφές από στατικές γίνονται ολοένα και πιο ελεύθερες και φυσιοκρατικές φτάνοντας στο αποκορύφωμά τους στα δείγματα του 4ου αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και κάποιες ειδικές κατηγορίες αγγείων, όπως οι «παναθηναϊκοί αμφορείς», που δίνονταν ως έπαθλα στους αθλητές και απεικόνιζαν το αγώνισμα του νικητή ή οι «καβειρικοί σκύφοι» με μορφές καρικατούρες, που παρωδούσαν το υψηλόφρον στυλ και τη θεματογραφία των μεγάλων ζωγράφων της εποχής. Αποτελούν από πολλές απόψεις τους προδρόμους των σημερινών κόμιξ.
Με τη συλλογή Σταθάτου στην αίθουσα 42, τελειώνει η ξενάγηση του Μουσείου. Απαρτίζεται από 970 περίπου έργα, δωρεά της Ελένης Σταθάτου, κυρίως μικροτεχνήματα, με ιδιαίτερη έμφαση όμως στα χρυσά κοσμήματα όλων των περιόδων.
Η τεράστια έκταση του Μουσείου καθιστά κατά γενική ομολογία ανέφικτη την συνολική του θέαση σε μία μόνο επίσκεψη. Όπως και οι ίδιοι οι αρχαιοφύλακες παραδέχονται, μία ημέρα απαιτείται για να δει κανείς προσεκτικά μόνο τη μυκηναϊκή συλλογή. Αυτό ωστόσο επαφίεται και στο ειδικό ενδιαφέρον του καθενός. Εκτιμώ ότι για μία πρώτη επαφή με το Μουσείο, τρεις επισκέψεις των τριών ωρών επαρκούν. Σημαντικό είναι να ακολουθεί κανείς τη διαδρομή που περιγράψαμε ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να καταλαβαίνει ποιας περιόδου έργα βλέπει και πως εντάσσονται αυτά μέσα στην ακολουθία της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Το λέω αυτό γιατί κατά την περίοδο της τουριστικής αιχμής, το Μουσείο γεμίζει από ανθρώπους που έχουν χαθεί στις δαιδαλώδεις αίθουσές του, ψάχνοντας απεγνωσμένα την έξοδο και μη  έχοντας καταλάβει το παραμικρό για την εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, τα εκθέματα υποβιβάζονται στο επίπεδο μίας παρέλασης ετερόκλιτων αρχαίων αντικειμένων.
Στο υπόγειο του Μουσείου υπάρχει πωλητήριο αντιγράφων και εκμαγείων, με αντιπροσωπευτικά έργα από όλες τις περιόδους και έναν μεγάλο κατάλογο, ενώ στην εσωτερική του αυλή λειτουργεί αναψυκτήριο. Ας σημειωθεί ότι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι από τα λίγα μουσεία που διαθέτουν πλήρη υποδομή με αναβατόρια για τη διευκόλυνση ατόμων με ειδικές ανάγκες.        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου