Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΜΟΥΣΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

 
Μουσείο ΗρακλείουΈχει παρέλθει πλέον ένας αιώνας από τότε που ο πρωτοπόρος ερευνητής Sir Arthour  Evans, άρχισε να ανασκάπτει την Κνωσό, λίγο έξω από το Ηράκλειο και να περιγράφει τις υλικές εκφάνσεις αυτού που σήμερα ονομάζουμε «Μινωικό Πολιτισμό». Η φήμη των πολυτελών μινωικών ανακτόρων, των ιερών σπηλαίων και των ανακτορικών επαύλεων απλώθηκε από τότε ανά την υφήλιο, το ίδιο και πολλές από τις μινωικές αρχαιότητες, που έγιναν και συνεχίζουν να είναι εξαιρετικά περιζήτητες από μουσεία και συλλέκτες του εξωτερικού. Κανένα ωστόσο μουσείο και καμία συλλογή δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει τον αρχαιολογικό πλούτο που φιλοξενείται στο Μουσείο του Ηρακλείου και που καλύπτει πλήρως όλη την αρχαία Κρήτη.
Με είκοσι αίθουσες ανοιχτές στο κοινό, το Μουσείο Ηρακλείου είναι το τρίτο μεγαλύτερο σε έκταση μουσείο της Ελλάδας. Η διάταξη των αιθουσών και η έκθεση των ευρημάτων είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να παρακολουθήσει χρονολογικά το Μινωικό Πολιτισμό από τα πρώτα του βήματα μέχρι την βαθμιαία παρακμή του. Η περιήγηση αρχίζει από τις αίθουσες του ισογείου.
Η αίθουσα Ι περιλαμβάνει αποκλειστικά ευρήματα του Νεολιθικού και Προανακτορικού Πολιτισμού, που καταλαμβάνουν μία χρονική περίοδο από το 5000 έως το 2000 π.Χ. Είναι η εποχή που δεν υπάρχουν ακόμα τα μεγάλα ανάκτορα στην Κρήτη, τα «πρωτόγονα» όμως ευρήματα μας βοηθούν να κατανοήσουμε το υπόβαθρο του πολιτισμού που θα ακολουθήσει. Στις προθήκες της αίθουσας Ι θα δούμε ειδώλια – κάποια από αυτά κατασκευασμένα από κυκλαδίτες μετανάστες στην Κρήτη, λίθινα αγγεία, χρυσά κοσμήματα και πολλούς διaφορετικούς τύπους κεραμικής.
Στην επόμενη αίθουσα (ΙΙ) εκτίθενται αντικείμενα του Παλαιοανακτορικού Πολιτισμού, μεταξύ των χρόνων 2000 – 1700 π.Χ., όταν ανεγέρθηκαν τα πρώτα μεγάλα ανάκτορα στην Κρήτη. Τα περισσότερα εκθέματα προέρχονται από τα ανάκτορα της Κνωσού και των Μαλίων, καθώς και από Ιερά Κορυφής, δηλ. ανοιχτούς χώρους λατρείας στις κορυφές των κρητικών βουνών. Ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας θεωρούνται τα κεραμικά του πολύχρωμου καμαραϊκού ρυθμού, που εντυπωσιάζουν ακόμα και σήμερα με τα έντονα χρώματά τους.
Η τρίτη κατά σειρά αίθουσα είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στο παλαιό ανάκτορο της Φαιστού. Πέρα από την εκπληκτική κεραμική του πολύχρωμου ρυθμού, το διασημότερο ίσως έκθεμα της αίθουσας (και όλου του Μουσείου) είναι ο περίφημος δίσκος της Φαιστού με την κυκλοτελή ιερογλυφική επιγραφή στις δύο του όψεις. Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της αρχαιολογίας, καθώς οι επιφανέστεροι επιστήμονες εδώ και έναν αιώνα δεν έχουν καταφέρει ακόμα να αποκωδικοποιήσουν την επιγραφή.
Στην αίθουσα IV εκτίθενται ευρήματα του Νεοανακτορικού Πολιτισμού (1700-1450), της εποχής δηλ. που ανεγέρθηκαν τα δεύτερα ανάκτορα στην Κρήτη μετά την καταστροφή των πρώτων. Τα εκθέματα προέρχονται κυρίως από τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων. Εδώ βρίσκεται το περίφημο ρυτό (τελετουργικό αγγείο) σε σχήμα ταυροκεφαλής, τα δύο ειδώλια της γυμνόστηθης «θεάς με τα φίδια», το ελεφάντινο ειδώλιο του ταυροκαθάπτη, καθώς και το «ζατρίκιο», ένα μινωικό, μοναδικό στο είδος του, επιτραπέζιο παιχνίδι.
Η επόμενη αίθουσα (V) είναι αφιερωμένη στην τελική φάση του ανακτόρου της Κνωσού, λίγο πριν αυτό καταστραφεί (1400 π.Χ. περίπου). Περιλαμβάνει προθήκες με κεραμική, σφραγίδες και μία προθήκη με πήλινες πινακίδες με εγχάρακτα κείμενα Γραμμικής Α και Β γραφής. Η Γραμμική Β έχει εδώ και 50 χρόνια αποκρυπτογραφηθεί και είναι μία αμιγώς ελληνική γραφή. Η Γραμμική Α, που αντιστοιχεί με την αρχαία γλώσσα των Κρητών, παραμένει ένα μυστήριο.
Στο τέλος της σειράς των αιθουσών βρίσκεται η αίθουσα VI με ευρήματα του Νεοανακτορικού και Μετανακτορικού Πολιτισμού, που προέρχονται από τις νεκροπόλεις της Κνωσού, της Φαιστού και των Αρχανών. Δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα εκθέματα εδώ αποτελούν ταφικά κτερίσματα, σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση. Εκτός από την κεραμική, τη λιθοτεχνία και τη μικροπλαστική, ο επισκέπτης μπορεί να δει μία πλούσια συλλογή όπλων, μερικά από τα οποία φέρουν χρυσό διάκοσμο, κράνη από χαλκό και δόντια αγριόχοιρου, καθώς και εκπληκτικά δείγματα κρητικής χρυσοχοΐας, όπως τα περίφημα χρυσά σφραγιστικά δαχτυλίδια με τις θρησκευτικές – τελετουργικές παραστάσεις.
Από την αίθουσα VI περνάμε παράπλευρα στην αίθουσα VII και ακολουθούμε αντίθετη πλέον φορά. Εδώ βρισκόμαστε ενώπιον μίας πλούσιας συλλογής αντικειμένων που προέρχονται από μέγαρα, ανακτορικές επαύλεις και ιερά σπήλαια της κεντρικής Κρήτης. Εκτός της ενδιαφέρουσας κεραμικής, που είναι απανταχού παρούσα, εδώ βρίσκονται τα λίθινα αγγεία με ανάγλυφες μορφές, γνωστά με τα ονόματα «αγγείο των θεριστών», «κύπελλο του αρχηγού» κλπ., ενώ στα έργα της μικροπλαστικής υπάρχουν τα χάλκινα ειδώλια λατρευτών και μερικά από τα διασημότερα μινωικά κοσμήματα, όπως το χρυσό περίαπτο με τις μέλισσες και ένα πλήθος χαριτωμένων μικροσκοπικών κοσμημάτων.
Η αίθουσα VIII είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στα ευρήματα του ανακτόρου της Ζάκρου, στην ανατολική Κρήτη. Εντυπωσιακοί είναι οι πιθαμφορείς, οι πρόχοι και τα ρυτά του «θαλάσσιου ρυθμού» διακοσμημένα με χταπόδια, ναυτίλους και τρίτωνες. Στο Νεοανακτορικό Πολιτισμό της ανατολικής Κρήτης είναι αφιερωμένη και η επόμενη αίθουσα  ΙΧ, με ευρήματα από το Παλαίκαστρο, τα Γουρνιά, το Μόχλο κ.α.
Στην αίθουσα Χ, βρισκόμαστε πλέον στο Μεταανακτορικό Πολιτισμό (1400-1100 π.Χ.), δηλ. τον πολιτισμό που επιβίωσε μετά την κατάρρευση των μεγάλων ανακτορικών κέντρων. Εδώ εκτίθεται μία πλήρης σειρά ειδωλίων, λατρευτικών και μη και διάφορα τελετουργικά σκεύη.
Οι επόμενες δύο αίθουσες (ΧΙ και ΧΙΙ) φιλοξενούν ευρήματα της Υπομινωικής και Γεωμετρικής περιόδου (1100-950 π.Χ.), που προέρχονται κυρίως από σπήλαια και από ορεινούς οικισμούς, στους οποίους είχαν καταφύγει τότε οι περισσότεροι κάτοικοι της Κρήτης. Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι και πάλι τα πήλινα ειδώλια, που διατηρούν πολλά από τα μινωικά τους χαρακτηριστικά., τα αγγεία με τις πλαστικές ανατολίζουσες διακοσμήσεις και τα κοσμήματα από χρυσό.
Η επόμενη κατά σειρά αίθουσα (ΧΙΙΙ) φιλοξενεί μία πλήρη συλλογή από πήλινες μινωικές σαρκοφάγους, προερχόμενες από πολλά διαφορετικά νεκροταφεία της Κρήτης, ιδιαίτερα κατατοπιστική όσον αφορά στα ταφικά  έθιμα των μινωιτών. Είναι διακοσμημένες με γραπτό διάκοσμο και δεν αποκλείεται κάποιες από αυτές να είχαν αρχικά χρησιμοποιηθεί και σαν λουτήρες.
Στις τρεις επόμενες αίθουσες του πρώτου ορόφου(ΧIV, XV και XVI) εκτίθενται οι πασίγνωστες μινωικές τοιχογραφίες, που προέρχονται από τα μεγάλα ανάκτορα και τις ανακτορικές επαύλεις (1600-1400 π.Χ.). Μεταξύ τους βρίσκονται «ο πρίγκηπας με τα κρίνα», η τοιχογραφία με τους ταυροκαθάπτες, η τοιχογραφία των δελφινιών, για να αναφέρουμε μόνο τις πιο ονομαστές. Στην αίθουσα XIV εκτίθεται και η περίφημη γραπτή πήλινη σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας, με σκηνές θυσίας και προσφοράς, ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα του Μουσείου.
Η αίθουσα XVII φιλοξενεί τη συλλογή του αείμνηστου Ηρακλειώτη γιατρού Στυλιανού Γιαμαλάκη, που από το 1962 περιήλθε στην κατοχή του ελληνικού κράτους. Η συλλογή περιλαμβάνει εκατοντάδες αντικείμενα από όλο το εύρος της κρητικής Προϊστορίας και Ιστορίας.
Τέλος, οι τρεις τελευταίες αίθουσες (XVIII, XIX, XX) περιλαμβάνουν εκθέματα από τη λιγότερο διάσημη Κρήτη των Ιστορικών χρόνων, από την Αρχαϊκή δηλ. Περίοδο μέχρι και τη Ρωμαϊκή (700 μ.X. – 300 μ.Χ.). Εδώ μπορεί να δει κανείς τα χάλκινα ειδώλια του ναού του Απόλλωνα από τη Δρήρο, το πήλινο κωδωνόσχημο ειδώλιο της Αθηνάς και το μοναδικό χάλκινο ανδριάντα της Ιεράπετρας.
Η συνοπτική αυτή περιγραφή των εκθεμάτων σίγουρα αδυνατεί να καλύψει τον πλούτο των αρχαιοτήτων που φιλοξενεί το Μουσείο Ηρακλείου. Η περιήγηση στις αίθουσές του θα σας κάνει να αναγνωρίσετε δεκάδες αντικείμενα, που σαν εικόνες σας ήταν ήδη υποσυνείδητα γνωστά. Όπως όμως συμβαίνει και με όλα τα μεγάλα μουσεία, θα χρειαστεί πάνω από μία επίσκεψη για να μπορέσει κανείς να αποκτήσει μία συνολική εικόνα του πολιτισμού της Κρήτης σε όλο του το εύρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου