Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΝΗΜΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΝΗΜΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΡΟΤΟΝΤΑ – ΑΓ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΣΑΛΛΟΝΙΚΗΣ

 
Το επιβλητικό, πλινθόκτιστο κτίσμα που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Απ. Παύλου και Φιλίππου, άλλαξε πολλές φορές χρήση κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του. Γνωστό στους Θεσσαλονικείς ως «Ροτόντα», λόγω της κυκλικής του κάτοψης, κτίστηκε πιθανότατα στα χρόνια του αυτοκράτορα Γαλέριου (306-311 μ.Χ.) και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα μνημειώδους αρχιτεκτονικής της Ύστερης Ρωμαϊκής Περιόδου. Η αρχική του χρήση δεν μας είναι γνωστή με βεβαιότητα. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι ερίζουν για περισσότερα από 50 χρόνια για το αν πρόκειται για ένα Πάνθεο ή ναό του Διός ή και Μαυσωλείο του ίδιου του αυτοκράτορα Γαλέριου.
Τη χριστιανική ωστόσο ιστορία της Ροτόντας, τη γνωρίζουμε καλύτερα. Το μνημείο, όπως και τόσα άλλα εκείνη την εποχή, μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ ή λίγο αργότερα και αφιερώνεται στον Παντοκράτορα, με την προσωνυμία «Δύναμις» (ή κατά μία άλλη άποψη στους Αγ. Ασώματους). Την ίδια εποχή, ο πελώριος θόλος (διαμέτρου 24 μέτρων), οι καμάρες και τα τόξα των παραθύρων διακοσμήθηκαν με περίτεχνα ψηφιδωτά. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού ήταν εξαιρετικά σύνθετο και μας είναι σε γενικές γραμμές γνωστό. Στην κορυφή του τρούλου υπήρχε ο παντοκράτορας πλαισιωμένος από αγγέλους, ενώ στη χαμηλότερη ζώνη (που σώζεται σε καλύτερη κατάσταση) υπήρχαν σειρές αγίων ιστάμενες μπροστά από ένα επαναλμβανόμενο αρχιτεκτονικό σκηνικό. Ως κεντρικό θέμα εικονιζόταν μάλλον η δεύτερη έλευση του Χριστού.
Κατά τη Μεσοβυζαντινή Περίοδο αποτέλεσε τη μητρόπολη της πόλης, ενώ το 1591 μετατρέπεται από τους Οθωμανούς σε τζαμί. Εκτός από Ροτόντα, ο ναός είναι γνωστός και ως Άγιος Γεώργιος, λαμβάνοντας την ονομασία αυτή από ένα παρακείμενο παρεκκλήσιο. Το μνημείο σήμερα λειτουργεί ως χώρος εκθέσεων και εκδηλώσεων πολιτιστικού χαρακτήρα.

Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Αρχικά δεν μας είναι γνωστό το όνομα του ναού. . Πιθανόν να ήταν αφιερωμένος στους Μάρτυρες λόγω του ψηφιδωτού, ή στον Χριστό με το όνομα "Δύναμις του Θεού". Επίσης υποστηρίχθηκε πως ο ναός αρχικά ονομαζόταν των ναός των Ασωμάτων ή των Αρχαγγέλων όνομα το οποίο δόθηκε και στην ευρύτερη συνοικία (γειτονιά των Ασωμάτων) καθώς και στην ανατολική πύλη (πύλη των Ασωμάτων). Η εκκλησία αυτή χρησίμευσε και ως μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης (1525-1591). Το 1591 μετατράπηκε σε τζαμί από το σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή ό τάφος του οποίου σώζεται μέσα στον περίβολο του ναού. Από την εποχή αυτή σώζεται και ο μιναρές. Το σημερινό της όνομα " Άγιος Γεώργιος" το πήρε πολύ αργότερα από ένα ναό που βρίσκεται απέναντι από τη δυτική είσοδο του περιβόλου του ναού. Το όνομα ροτόντα δόθηκε από τους ξένους περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα λόγω του κυκλικού της σχήματος. 

Ψηφιδωτά
Τα ψηφιδωτά του ναού είναι από τα καλύτερα παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά που διατηρούνται. Στο κάτω μέρος του ναού απεικονίζονται φανταστικά κτίρια με αψίδες και ημιθόλια. Υπάρχουν επίσης αετώματα, καμάρες και κίονες με παραπετάσματα ανάμεσά τους καθώς και λυχνάρια ή παγώνια. Μπροστά από τα κτίρια υπάρχουν άγιοι με υψωμένα τα χέρια σε στάση δέησης (orantes) και δίπλα τους υπάρχει σημειωμένη η εόρτιος ημέρα του κάθε αγίου καθώς και η ιδιότητά του. Υπάρχουν κληρικοί άγιοι, στρατιωτικοί, γιατροί, ένας αυλητής, ένας υπηρέτης, κυρίως μάρτυρες. Οι άγιοι είναι έτσι κατανεμημένοι ώστε να υπάρχει εορταζόμενος άγιος κάθε μήνα του χρόνου.
Πιο ψηλά, στον τρούλλο, υπάρχει η παριστάνεται ο Χριστός μέσα σε κύκλο βασταζόμενος από αγγέλους. Ανάμεσα στις 8 καμάρες υπάρχουν ψηφιδωτά με διακοσμητικά θέματα (κλαδιά, άνθη, πτηνά και γεωμετρικά σχήματα). Εκτός από τα ψηφιδωτά, στην κόγχη του ιερού βρίσκεται σε τοιχογραφία η παράσταση της Ανάληψης του Χριστού. Η τοιχογραφία χρονολογείται στον 9ο αιώνα.
Τα χαρακτηριστικά των προσώπων που απεικονίζονται συνδέουν την παράσταση με αυτή του τρούλλου της Αγίας Σοφίας. Ο άμβωνας του ναού βρίσκεται έξω από το ναό στο νότιο προπύλαιο. Ο τύπος του είναι ριπιδιόσχημος.

ΑΓ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΘΕΣΑΛΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, κτίστηκε σύμφωνα με την παράδοση πάνω από τον τάφο του Αγίου και έχει τη μορφή πεντάκλιτης βασιλικής με εγκάρσιο κλίτος που εξέχει στα πλάγια. Η χρονολογία ανέγερσής του δεν μας είναι επακριβώς γνωστή. Στο κείμενο των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, αναφέρεται ότι ο ναός κτίστηκε από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο το 412-413 μΧ., τον οποίο είχε θεραπεύσει ο Άγιος από βαριά ασθένεια. Άλλες ιστορικές και αρχαιολογικές ενδείξεις ωστόσο, τοποθετούν την ανέγερσή του έναν περίπου αιώνα αργότερα.
Παρά την καλή εξωτερική του όψη, η ιστορία του υπήρξε εξαιρετικά πολύπαθη, συμπορευόμενη με αυτή της Θεσσαλονίκης. Ο ναός καταστράφηκε από μία εκτεταμένη πυρκαγιά κάπου μεταξύ των ετών 629-634 μ.Χ., ανοικοδομείται όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα από τον αρχιεπίσκοπο της πόλης και διακοσμείται με ψηφιδωτά. Το 1493 μετατρέπεται από τους Οθωμανούς σε τζαμί και τα περίτεχνα μωσαϊκά του καλύπτονται από ένα πυκνό στρώμα κονιάματος. Η επέμβαση αυτή υπήρξε μακροπρόθεσμα σωτήρια, καθώς τα εξαιρετικά αυτά έργα τέχνης, εντοιχισμένα διατηρήθηκαν με αυτόν τον τρόπο μέχρι σήμερα. Αποκαλύφθηκαν ξανά τυχαία το 1907, κατά τη διάρκεια επισκευών στο ναό. Η μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917 ερείπωσε το ναό για μία ακόμα φορά.
Η αναστήλωσή του άρχισε σχεδόν αμέσως και ολοκληρώθηκε το 1952 αποκαθιστώντας το ακριβές σχέδιο του μνημείου και μεταφέροντάς μας την επιβλητική ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του. Τα πλέον διάσημα ψηφιδωτά του μνημείου επιβίωσαν της δεύτερης αυτής καταστροφής και βρίσκονται στη δυτική του πλευρά. Απεικονίζουν τον Άγιο Δημήτριο μεταξύ δύο παιδιών και τον Άγιο μαζί με τον έπαρχο και τον επίσκοπο του ναού. Χρονολογούνται στον 7ο αιώνα μ.Χ.
Στην νοτιοανατολική γωνία του ναού, βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου, με εξαιρετικές τοιχογραφίες του 13ου αιώνα και με κρύπτη κάτω από το Ιερό Βήμα, όπου είναι ορατό τμήμα του ρωμαϊκού βαλανείου, που σύμφωνα με την παράδοση φυλακίστηκε και μαρτύρησε ο Άγιος Δημήτριος.

ΠΝΥΚΑ

Βρίσκεται σε χαμηλό ύψωμα στη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, απέναντι ακριβώς από τον Άρειο Πάγο. Αποτελεί μνημείο εξέχουσας σημασίας για την ιστορία και τη ζωή της αρχαίας Αθήνας, καθώς αποτελούσε το χώρο συγκέντρωσης της εκκλησίας του Δήμου, του οργάνου δηλ. των ελευθέρων πολιτών της Αθήνας, που ελάμβαναν όλες τις σημαντικές δημόσιες αποφάσεις. Ταυτόχρονα αποτελεί και το χώρο όπου δημιουργήθηκε και πραγματώθηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία το πολίτευμα που σήμερα ονομάζουμε δημοκρατία. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στον ίδιο χώρο λατρευόταν και ο Δίας Αγοραίος, o Δίας δηλ. ως προστάτης του πολιτεύματος.
Η εκκλησία του Δήμου συνερχόταν δέκα φορές το χρόνο. Σε αυτές τις συνεδριάσεις προήδρευε ο επιστάτης των πρυτάνεων, με τη βοήθεια ενός γραμματέα και ενός κήρυκα, που έκανε τις ανακοινώσεις. Τον 5ο αιώνα π.Χ. οι ακροατές κάθονταν στο βράχο και αργότερα σε ξύλινους πάγκους. Στη χαμηλότερη βαθμίδα του βήματος κάθονταν οι πρυτάνεις που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης βοηθούμενοι από ραβδούχους. Από αυτό το βήμα μιλούσαν στο λαό όλοι οι σπουδαίοι άνδρες και ρήτορες της δημόσιας ζωής, όπως ο Θεμιστικλής, ο Περικλής, ο Αλκιβιάδης και ο Δημοσθένης.
Το μνημείο έχει τρεις οικοδομικές φάσεις.
Στην πρώτη, που χρονολογείται στα πρώτα χρόνια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας (περίπου 500 π.Χ.), το μνημείο χωρούσε περίπου 5000 άτομα. Το βήμα βρισκόταν στα βόρεια του κοίλου και οι ακροατές ήταν στραμμένοι προς την Αγορά και τον Άρειο Πάγο.
Στην δεύτερη, που χρονολογείται περίπου το 400 π.Χ., το βήμα τοποθετήθηκε στα ΝΔ και στα βόρεια κατασκευάστηκε αναλημματικός τοίχος με δύο κλίμακες πρόσβασης από την πλευρά της Αγοράς. Η χωρητικότητα με αυτόν τον τρόπο αυξήθηκε στα 6000 άτομα.
Στη τρίτη, που χρονολογικά εντάσσεται στο φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα του Λυκούργου (330-326 π.Χ.), η χωρητικότητα του κοίλου αυξήθηκε στα 13.500 άτομα με την κατασκευή νέου μνημειώδους αναλημματικού τοίχου με κλιμακωτή είσοδο. Απέναντι από την είσοδο λαξεύτηκε στο φυσικό βράχο το βήμα που είναι ορατό σήμερα, με τρεις βαθμίδες.
Το μνημείο εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., όταν οι συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου μεταφέρθηκαν στο Διονυσιακό θέατρο στη νότια πλευρά της Ακρόπολης.

ΧΟΡΗΓΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΛΥΣΙΚΡΑΤΟΥΣ

Βρίσκεται μέσα στην καρδιά της Πλάκας, στην ανατολική πλευρά του ιερού βράχου. Σώζεται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση και αποτελείται από ένα τετράγωνο βάθρο, πάνω στο οποίο στηρίζεται το μνημείο με τη μορφή μίας μικρής περίπτερης θόλου, στηριγμένης σε εξι κορινθιακούς κίονες. Ο θριγκός είναι Iωνικού ρυθμού, φέρει επιγραφή του χορηγού και ζωφόρο με ανάγλυφες παραστάσεις από τις περιπέτειες του θεού Διονύσου. Η στέγη του είναι κωνική και επιστεφόταν με τον χορηγικό τρίποδα, που ελάμβανε ως έπαθλο ο χορηγός κάθε τραγωδίας που νικούσε στα Μεγάλα Διονύσια.
Παρόμοια μνημεία ήταν συνηθισμένα στην Αθήνα των Κλασσικών Χρόνων και κατά τη μαρτυρία του Παυσανία, η λεγόμενη «οδός των τριπόδων», που ξεκινούσε από την Αγορά, και ελισσόταν γύρω από τη βόρεια και ανατολική πλευρά της Ακρόπολης καταλήγοντας στο Διονυσιακό θέατρο, ήταν κατάσπαρτη από παρόμοια μνημεία με τη μορφή μικρών ναίσκων. Τα μνημεία αυτά παρουσίαζαν στο αθηναϊκό κοινό τους χορηγικούς τρίποδες, που δίδονταν ως έπαθλα στους δραματικούς αγώνες.
 Οι ανασκαφές γύρω από την Ακρόπολη αποκάλυψαν τις βάσεις πολλών τέτοιων μνημείων, το χορηγικό μνημείο όμως του Λυσικράτους είναι το μοναδικό που επιβίωσε σχεδόν ακέραιο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Εκτός από το όνομα του χορηγού, γνωρίζουμε και την ακριβή χρονολογία της ανέγερσής του, από την αναφορά του επώνυμου άρχοντα των Αθηνών Ευαινέτου στη χορηγική επιγραφή. Ξέρουμε από άλλες επιγραφές ότι ο Ευαίνετος ήταν επώνυμος άρχων το 334-333 π.Χ. Το μνημείο ενσωματώθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην αυλή του μοναστηριού των Καπουτσίνων, κάτι που βοήθησε σημαντικά στη διατήρησή του μέχρι σήμερα. Έχει υποστεί περιορισμένης έκτασης αναστηλώσεις κατά τα έτη 1845 και 1892.

ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Tower_of_the_Winds386

Οι «Αέρηδες», ή «Πύργος των Ανέμων» ή το «Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου», είναι το πιο καλοδιατηρημένο μνημείο της αρχαιότητας στη σημερινή Αθήνα, που σε κάνει να ονειρεύεσαι. Αρκεί να κοντοσταθείτε και να αφήσετε τη μαγική αύρα του τόπου να σας παρασύρει. Πουθενά στον πλανήτη δεν θα βρείτε πιο αρμονική συνύπαρξη της Ανατολής και της Δύσης. Αν είστε τυχεροί, ίσως με τη φαντασία σας να δείτε κάποιον αθηναίο πολίτη να κοιτά την ώρα, χριστιανούς να βαφτίζονται, ένα δερβίση να υμνεί τον Αλλάχ και έναν καθολικό επίσκοπο να λειτουργεί...

Κατασκευάστηκε το 50 μ.Χ. από τον αστρονόμο Ανδρόνικο Κυρρήστο. Βρίσκεται στην αρχή της Αιόλου και πρόκειται για ένα μαρμάρινο οκταγωνικό κτίσμα, κατασκευασμένο από πεντελικό μάρμαρο. Στην κορυφή του πύργου υπήρχε ένας χάλκινος ανεμοδείκτης με τη μορφή του Τρίτωνα, που έδειχνε με το ραβδί του τους οκτώ ανέμους, που απεικονίζονται στο ψηλότερο σημείο της κάθε πλευράς του. Εκτός από ανεμοδείκτης, ο Πύργος των Ανέμων χρησίμευε (και εξακολουθεί να χρησιμεύει) ως ακριβέστατο ηλιακό ρολόι. Από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις θεωρείται βέβαιο ότι ο πύργος διέθετε και υδραυλικό ρολόι. Στην πρωτοχριστιανική περίοδο μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό και ήταν το επίσημο βαπτιστήριο της πόλης.

Στη διάρκεια της οθωμανοκρατίας μετατράπηκε σε τεκέ: ο τεκές του Πραίμη. Ως γνωστόν, με τον όρο «τεκές» ορίζονται τα ισλαμικά μοναστήρια ή το ασκητήριο για τους δερβίσηδες (οι οποίοι κάνουν και χρήση ουσιών, εξού και η σύγχρονη σημασία της λέξης «τεκές»). Μέσα σε αυτόν το χώρο γινόταν διδασκαλία της πίστης τους και περιστρέφονταν με θρησκευτική κατάνυξη οι δερβίσηδες, κάτω από πολύχρωμους πολυελαίους και αβγά στρουθοκαμήλου. Τη φαντασία του επισκέπτη διεγείρουν οι παραμυθένιες μαρτυρίες του τούρκου ταξιδευτή Εβλιά Τσελεμπί το 1667: «... στο δάπεδο υπάρχει, λένε, ο τάφος του Γιουνάν Φιλίππου, γι’ αυτό μαζεύονται εκεί για να τον προσκυνήσουν... στην κορυφή του θόλου υπάρχει μία λεπτή σιδερένια στήλη. Και λένε πως στην εποχή των αρχαίων τοποθετούσαν εκεί ένα μαγικό καθρέφτη, όμοιο με τον καθρέφτη του Ισκεντέρ. Αυτός είχε την ιδιότητα να κατοπτρίζει τους στρατούς των εχθρών της πόλης και να προδίδει τις κινήσεις τους...». Μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινός ναός των καθολικών της Αθήνας. Τελικά, το 1853 θα χρησιμοποιηθεί ως αποθήκη αρχαιοτήτων.

ΩΔΕΙΟ ΗΡΩΔΗ ΑΤΤΙΚΟΥ

Βρίσκεται στη νότια πλευρά της Ακρόπολης, στη δεξιά πλευρά της πρόσβασης στον ιερό βράχο. Τα ωδεία κατά την αρχαιότητα ήταν στεγασμένοι αμφιθεατρικοί χώροι που προορίζονταν για τη διενέργεια μουσικών αγώνων και ακροάσεων. Όπως προδίδει και το όνομά του, κατασκευάστηκε με τη χορηγία ενός επιφανούς και ευκατάστατου πολίτη της Αθήνας, του Ηρώδη, στη μνήμη της συζύγου του Ρηγίλλης, μετά το 162 μ.Χ.
Κατά την Ρωμαϊκή Περίοδο ο αρχιτεκτονικός τύπος των ωδείων είχε πλέον παγιωθεί. Είχαν τη μορφή ενός θεάτρου, με κερκίδες, σκηνή, παρόδους και ορχήστρα και συχνά η μόνη διαφορά τους ήταν ότι τα ωδεία ήταν στεγασμένα. Το κοίλο του Ηρωδείου εκμεταλλευόταν τη φυσική κλίση του βράχου της Ακρόπολης και είχε δύο διαζώματα, χωρισμένα σε κερκίδες. Ο τοίχος της σκηνής διαμόρφωνε την πρόσοψη του μνημείου, ορατή σήμερα από την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Αποτελεί μία εντυπωσιακή κατασκευή που σώζεται σε ύψος 30 μέτρων και φέρει κόγχες μέσα στις οποίες ήταν τοποθετημένα αγάλματα.
Η χωρητικότητα του ωδείου έφτανε τους 6000 θεατές. Η στέγη του, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές ήταν κατασκευασμένη από κέδρο. Αναμφίβολα υπήρξε το κύριο ωδείο της Αθήνας, σε αντικατάσταση του παλαιότερου ωδείου που υπήρχε στην Αγορά. Πιθανότατα η στέγη του κατέπεσε κατά την καταστροφή της Αθήνας από την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ.
Σήμερα, στην ανακαινισμένη του μορφή είναι επισκέψιμο, ενώ κατά τους θερινούς μήνες, ανακτά όλη την παλαιά του αίγλη, καθώς φιλοξενεί μουσικά και θεατρικά δρώμενα του φεστιβάλ Αθηνών.

ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

 
Η Ρωμαϊκή Αγορά βρίσκεται στην καρδιά της σημερινής Πλάκας, δίπλα στον Πύργο των Ανέμων. Ήταν ένας ανοικτός χώρος, διαστάσεων 110 Χ 98 μέτρων, διαμορφωμένος ως μία τεράστια εσωτερική περίστυλη αυλή, όπου μεταφέρθηκε επί των χρόνων του Αυγούστου το εμπορικό κέντρο της Αθήνας, που ως τότε βρισκόταν στην αρχαία Αγορά, λίγο δυτικότερα. Υπολογίζεται ότι το έργο αυτό είχε ολοκληρωθεί περί το 10 μ.Χ.
Ο χώρος σήμερα είναι μόνο κατά το νότιο του ήμισυ ανεσκαμμένος και επισκέψιμος. Ήταν προσβάσιμος από δύο μνημειακά διαμορφωμένες αντωπές πύλες, στα ανατολικά και δυτικά, από τις οποίες σήμερα σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση η δυτική, γνωστή και ως ‘Πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος’. Έχει τη μορφή ενός πρόπυλου, με τέσσερις δωρικούς κίονες ύψους οκτώ μέτρων και επιστύλιο που φέρει κτητορική επιγραφή: «ο δήμος από των δοθεισών δωρεών υπό Γαίου Ιουλίου Καίσαρος θεού, και αυτοκράτορος Καίσαρος θεού υιού, σεβαστού, Αθηνά αρχηγέτιδι κτλ.». Σύμφωνα λοιπόν με την επιγραφή, τη δαπάνη της ανέγερσης ανέλαβε ο Αύγουστος, παρουσιάζοντας το έργο ως κοινή δωρεά του ιδίου και του προκατόχου του, Ιουλίου Καίσαρα. Η αναφορά στην Αθηνά πιθανόν να δηλώνει ότι στην περιοχή υπήρχε κάποιο ιερό της.
Η Ρωμαϊκή Αγορά διαμορφωνόταν ως ένα μεγάλο αίθριο, με ιωνικό περιστύλιο που σχημάτιζε περιμετρική στοά. Τα στεγασμένα καταστήματα ήταν όλα συγκεντρωμένα στην ανατολική της πλευρά, ως ισομεγέθη δωμάτια, τα οποία επενοικίαζε η πόλη. Στο ελεύθερο κέντρο μπορούμε να φανταστούμε την υπαίθρια αγορά της πόλης, που θα πρέπει να είχε την μορφή που έχουν μέχρι σήμερα οι συνοικιακές ‘λαϊκές’. Μία κρήνη στη νότια πλευρά εξυπηρετούσε τις ανάγκες σε πόσιμο νερό, ενώ βεσπασιανές (τουαλέτες) υπήρχαν ακριβώς έξω από την ανατολική είσοδο.
Η Ρωμαϊκή Αγορά λοιπόν, σε αντίθεση με την κλασική Αγορά, ήταν μία εκ των προτέρων σχεδιασμένη και τυποποιημένη κατασκευή, που προοριζόταν να στεγάσει την εμπορική ζωή της πόλης.

ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ ΣΤΟ ΣΟΥΝΙΟ

Στο νοτιότερο άκρο της Αττικής, σε ένα γεωλογικό έξαρμα που βρέχεται στις τρεις πλευρές του από τη θάλασσα, ορθώνεται ο αρχαίος ναός που έκτισαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν και να λατρεύσουν τον Ποσειδώνα, τον πανίσχυρο θεό κυρίαρχο της θάλασσας. Κατά την παράδοση, η έριδα της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την πνευματική ηγεμονία της αττικής γης, είχε λήξει με την ήττα του τελευταίου, όταν ο βασιλιάς των Αθηνών επέλεξε την ιερή ελιά από τα θαλάσσια άλογα του Ποσειδώνα. Ωστόσο η Αθήνα ήταν άμεσα εξαρτημένη πάντα από τη θάλασσα. Στην κορυφή λοιπόν του ακρωτηρίου του Σουνίου βρήκε η λατρεία του Ποσειδώνα την κατάλληλη θέση για να εδραιωθεί.
Ο οχυρωμένη κορυφή του ακρωτηρίου, θεωρούνταν πάντα από τους Αθηναίους, ως ένα σημείο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας, καθώς έλεγχε την είσοδο του Σαρωνικού κόλπου. Ήδη από αρκετά νωρίς ο χώρος οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος και επανδρώθηκε με αξιόμαχη φρουρά, της οποίας η συντήρηση υπήρξε ένα από τα πάγια μελήματα των Αθηναίων. Επιπλέον το φυσικό λιμάνι που διαμορφώνεται κάτω από το Σούνιο, χρησιμοποιήθηκε ως προχωρημένος ναύσταθμος και διέθετε τους δικούς του νεόσοικους.
Την ιερότητα του χώρου ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια, μαρτυρούν οι ομώνυμοι κούροι του Σουνίου που εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Βρέθηκαν θαμμένοι κοντά στην κορυφή του λόφου και δηλώνουν ότι ήδη από το 600 π.Χ., το ιερό του Σουνίου δεχόταν σημαντικές αναθέσεις. Ένας πρώτος πώρινος ναός αφιερωμένος στο θεό της θάλασσας είχε ήδη αρχίσει να χτίζεται πριν το 480 π.Χ. Τον καιρό της περσικής επιδρομής η κατασκευή του είχε ήδη προχωρήσει αρκετά. Η καταστροφή του ιερού από τους Πέρσες μετέτρεψε το οικοδόμημα αυτό σε σωρούς ερειπίων.
Οι Αθηναίοι δραστηριοποιήθηκαν ξανά για την ανέγερση ενός νέου ναού επί των χρόνων του Περικλή. Η κατασκευή του νέου ναού χρονολογείται μεταξύ των ετών 444-440, όταν η πόλη βρισκόταν κυριολεκτικά στο απόγειο της ακμής της. Η κορυφή του λόφου ισοπεδώθηκε για αυτόν τον σκοπό και τα απομεινάρια του παλαιού ναού απομακρύνθηκαν και ενσωματώθηκαν στον αμυντικό περίβολο. Ο νέος ναός θα ήταν περίπτερος με δύο κίονες μεταξύ παραστάδων σε πρόδομο και οπισθόδομο, και κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από λευκό μάρμαρο. Μία ζωφόρος με ανάγλυφη κενταυρομαχία διέτρεχε τον πρόναο, ενώ άλλα, πολύ αποσπασματικά σήμερα σωζόμενα γλυπτά, διακοσμούσαν τα αετώματα και τις κορυφές της στέγης. Η κατασκευαστική του ομοιότητα με το ναό του Ηφαίστου στην Αγορά των Αθηνών προδίδει ότι ο αρχιτέκτονας ήταν μάλλον ο ίδιος.
Το μνημείο παρέμεινε όρθιο και ορατό για περισσότερες από δύο χιλιετίες. Από τον 18ο αιώνα όμως αρχίζει η εκτεταμένη λεηλασία του. Σήμερα τμήματα των κιόνων του έχουν αναγνωριστεί στο Chatsworth της Αγγλίας, στη Βενετία και στο Potsdam της Γερμανίας. Τα όρθια απομεινάρια του σεπτού οίκου αποτέλεσαν για αιώνες το κατεξοχήν σημείο αναφοράς των θαλασσινών όταν πλησίαζαν στην είσοδο του Σαρωνικού. Το μνημείο του θεού της θάλασσας, που κατάλευκο υψώνεται σήμερα στην κορυφή του Σουνίου, είναι ακόμα γνωστό στους ναυτικούς ως «Καβοκολώνες», ενώ ενέπνευσε περιηγητές, λογοτέχνες του ρομαντισμού και ποιητές. Η απίστευτη θέα προς το αρχιπέλαγος και τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα το καθιστούν αναμφίβολα ένα μοναδικό μνημείο.  

ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ

Η Πύλη του Αδριανού αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό μνημείο της ρωμαϊκής περιόδου των Αθηνών και ταυτόχρονα ένα από τα ορόσημα της πόλης, αναπόσπαστο στοιχείο του αθηναϊκού τοπίου. Ύψους δεκαοκτώ μέτρων, υψώνεται επί της λεωφόρου Αμαλίας και στην απόληξη της λεωφόρου Συγγρού και αποτελεί μία θριαμβική αψίδα, κατά το πρότυπο των ρωμαϊκών αψιδών που υπήρχαν σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Το μνημείο κτίστηκε από τους Αθηναίους που θέλησαν με αυτόν τον τρόπο να τιμήσουν τον ευεργέτη της πόλης, αυτοκράτορα Αδριανό.
Το μνημείο εγκαινιάστηκε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα το 131 μ.Χ. κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα. Επικράτησε να ονομάζεται ως ‘Πύλη του Αδριανού’, μάλλον καταχρηστικά, εφόσον ουδέποτε συνδέθηκε με τμήμα της οχύρωσης της πόλης. Αποτελεί ένα μνημείο ελεύθερο και αυθύπαρκτο. Απαρτίζεται από έναν τοίχο κατασκευασμένο από μάρμαρο με τοξωτό άνοιγμα, πλαισιωμένο από παραστάδες κορινθιακού ρυθμού. Το άνοιγμα επιστέφεται από επιστύλιο, γείσο και τέσσερις πεσσούς που υποστηρίζουν ιωνικό θριγκό με αετωματική απόληξη αξονικά τοποθετημένη. Το επιστύλιο φέρει επιγραφές και από τις δύο πλευρές. Προς την πλευρά της Ακρόπολης διαβάζουμε «αιδ εισί Αθήναι Θησέως η πριν πόλις» (εδώ βρίσκεται η Αθήνα του Θησέα, η παλαιά πόλη), ενώ από την πλευρά του Ολυμπίου διαβάζουμε «αιδ εισί Αδριανού κουχί Θησέως πόλις» (εδώ βρίσκεται η Αθήνα του Αδριανού και όχι του Θησέα). Φαίνεται λοιπόν ότι η αρχαία πόλη, στα πλαίσια της ρωμαϊκής ειρήνης είχε επεκταθεί εκείνο τον καιρό σχηματίζοντας νέες συνοικίες. Είναι γνωστό ότι το νέο αυτό τμήμα της πόλης συχνά αποκαλούνταν Αδριανούπολη.

ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟ

Η νοτιοανατολική πλευρά της Ακροπόλεως καταλαμβάνεται από το λόφο του Μουσείου ή όπως είναι γνωστότερος σήμερα, από το λόφο του Φιλοπάππου. Η αρχαία ονομασία του προδίδει ότι εκεί θα πρέπει να υπήρχε κάποιο τέμενος των Μουσών, αν και ο Παυσανίας μας διαβεβαιώνει για την ύπαρξη τεμένους αφιερωμένου στο μουσικό Μουσαίο.
Η κορυφή του λόφου ήταν τειχισμένη από έναν αμυντικό περίβολο που ανέγειρε εκεί ο διεκδικητής του μακεδονικού θρόνου Δημήτριος ο Πολιορκητής, το 294 π.Χ. Σήμερα το επιφανέστερο μνημείο που επιστέφει το λόφο, είναι το ταφικό μνημείο του Φιλοπάππου, ευδιάκριτο από όλη τη γύρω περιοχή και γνώριμο χαρακτηριστικό στοιχείο του αθηναϊκού τοπίου. Το μνημείο αυτό κατασκευάστηκε γύρω στο 115 μ.Χ. για τον Φιλόπαππο, εγγονό του τελευταίου βασιλιά της Κομμαγηνής, ενός συριακού βασιλείου που κατέλυσε ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός το 72 μ.Χ. Ο Φιλόππαπος πιθανότατα εκπατρίστηκε σε ένα είδος εξευγενισμένης εξορίας στην Αθήνα και έλαβε τον τίτλο του Αθηναίου πολίτη.
Ως εύπορος γόνος μίας βασιλικής δυναστείας έγινε ευεργέτης της Αθήνας και σε αντάλλαγμα του επιτράπηκε από τους Αθηναίους να χτίσει το ταφικό του μνημείο, στην κορυφή του λόφου του Μουσείου και απέναντι από την Ακρόπολη, μία θέση ιδιαίτερα τιμητική.
Το μνημείο είναι εξ ολοκλήρου κτισμένο από μάρμαρο και έχει την πρόσοψή του προς τον Ιερό Βράχο. Στην καμπύλη ζωφόρο του φέρει ανάγλυφη παράσταση του Φιλοπάππου πάνω σε τέθριππο άρμα, ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο, πάνω από το άρμα, σώζονται δύο κόγχες με τα καθήμενα αγάλματα του Φιλοπάππου και του παππού του, βασιλιά Αντιόχου. Οι μορφές πλαισιώνονται από ελληνικές και λατινικές επιγραφές που ονομάζουν τις μορφές και τους τίτλους τους. Ο καθαυτός τάφος του Φιλοπάππου βρισκόταν σε σαρκοφάγο, πίσω από την πρόσοψη με τις κόγχες, στο ύψος της κρηπίδας του μνημείου. Το συνολικό ύψος του ταφικού μνημείου υπερβαίνει τα δώδεκα μέτρα. 

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΜΝΗΜΕΙΟ

Ο Άρειος Πάγος αποτελεί ένα σχετικά χαμηλό, γυμνό βραχώδες έξαρμα που βρίσκεται στην δυτική πλευρά της Ακροπόλεως, προσβάσιμο τόσο σήμερα όσο και κατά την αρχαιότητα, από μία λαξευμένη στο φυσικό βράχο, απότομη κλίμακα, στην νοτιοανατολική πλευρά του λόφου. Το όνομά του προδίδει ότι ήταν αφιερωμένος στον θεό του πολέμου Άρη ή πιο πιθανό στις Αρές, τις αποτρόπαιες θεές της εκδίκησης. Εδώ ενδεχομένως λατρεύονταν και ο Βορέας με τις Αμαζόνες, θυγετέρες του Άρη. Ήδη από την αρχαϊκή περίοδο, την ονομασία του λόφου υιοθέτησε ένα διοικητικό και δικαστικό σώμα της αριστοκρατίας, που ενδεχομένως αρχικά έδρευε εκεί. Δεν υπάρχουν ωστόσο αρχαιολογικά κατάλοιπα που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Η επιφάνεια του λόφου είναι ανώμαλη και τελείως ακατάλληλη για οποιαδήποτε μνημειακή κατασκευή. Σώζεται ωστόσο, στο υψίπεδο του, ένας ογκόλιθος σε σχήμα βωμού που αποδίδεται σε βωμό της Αρείας Αθηνάς. Όπως σε όλους τους λόφους γύρω από την Ακρόπολη, θα υπήρχαν εδραιωμένες περισσότερες από μία λατρείες.
Ο χώρος σήμερα, είναι περισσότερο ταυτισμένος στην συνείδηση των επισκεπτών με την χριστιανική λατρεία παρά με την αρχαία ελληνική θρησκεία. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, εδώ οδήγησαν τον απόστολο Παύλο οι Αθηναίοι, προκειμένου να κηρύξει τον Θείο Λόγο. Αυτό συνέβη το 54 μ.Χ. Η επιτυχία του Παύλου σε ένα τέτοιο κοινό, εθισμένο στο να ακούει φιλοσόφους και ρήτοτες ήταν αμφιλεγόμενη. Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο «οι μέν εχλεύαζον, οι δέ είπον, περί τούτου θέλομεν σε ακούσει πάλιν».Από το ποίμνιο αυτό ωστόσο προήλθαν, οι πρώτοι Αθηναίοι χριστιανοί, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης και κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Δάμαρις.

ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

Καταλαμβάνει τη νοτιοανατολική κλιτύ της Ακροπόλεως των Αθηνών και είναι προσβάσιμο από τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και από τη στάση του μετρό ‘Ακρόπολη’. Ο χώρος που καταλαμβάνει ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του θεού Διονύσου, προστάτη  της δραματικής τέχνης, ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Το αρχαίο δράμα εκείνη την εποχή δεν είχε τυποποιηθεί ακόμα στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα και οι παραστάσεις δίνονταν σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στην Αγορά. Τον 5ο αιώνα π.Χ. διαμορφώθηκε στο ιερό του Διονύσου ένας κύκλιος χώρος που εξυπηρετούσε την παρακολούθηση των ‘δρώμενων’, ωστόσο η μνημειώδης κατασκευή που βλέπουμε σήμερα, αποτελεί κατασκεύασμα του 4ου αιώνα και εντάχθηκε στο οικοδομικό πρόγραμμα του ρήτορα και πολιτικού Λυκούργου (περίπου 330 π.Χ.).
Όπως όλα τα αρχαία θέατρα διαθέτει ορχήστρα  με το βωμό του θεού στη μέση, παρόδους, σκηνή και κοίλο που χωριζόταν από δύο διαζώματα σε τρία μέρη. Οι 13 κερκίδες του κάτω τμήματος του κοίλου προορίζονταν για τις δέκα αθηναϊκές φυλές, τους πρυτάνεις, τους εφήβους και τους ξένους. Όπως και σήμερα, οι θέσεις των επισήμων βρίσκονταν στις δύο πρώτες σειρές. Κατά τον 2ο αιώνα π.Χ., οι θέσεις αυτές αντικαταστάθηκαν από μαρμάρινους θρόνους που προορίζονταν για το ιερατείο και τον αρχιερέα του Διονύσου Ελευθερέως που κατείχε την πλέον τιμητική θέση. Συνολικά διακρίνονται έξι οικοδομικές φάσεις στο θέατρο, που δεν σταμάτησε ποτέ να εξωραϊζεται και να στολίζεται από τις χορηγίες ευπόρων πολιτών και αυτοκρατόρων. Κατά τους χρόνους της Ρωμαιοκρατίας, το προσκήνιο επεκτάθηκε και διακοσμήθηκε με τις ανάγλυφες παραστάσεις που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης. Η συνολική χωρητικότητά του θεάτρου έφτανε τους 16.000 θεατές.
Το θέατρο του Διονύσου, εκτός από διονυσιακές τελετές και δράματα, είναι γνωστό ότι φιλοξένησε και δραστηριότητες περισσότερο κοσμικού χαρακτήρα. Τον 4ο αιώνα π.Χ. μεταφέρθηκαν εκεί οι συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου (που μέχρι τότε συνεδρίαζε στην Πνύκα), προφανώς λόγω της αυξημένης χωρητικότητας και της άνεσης που προσέφερε, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο φιλοξένησε ακόμα και θηριομαχίες, εικονικές ναυμαχίες και μονομαχίες, θεάματα δηλαδή που καμία σχέση δεν είχαν με τον ιερό θεσμό του αρχαίου δράματος.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ

Το επιβλητικό συγκρότημα της Αδριάνειας βιβλιοθήκης βρίσκεται στην Πλάκα, λίγα μέτρα βόρεια της Ρωμαϊκής Αγοράς, πολύ κοντά στην ομώνυμη στάση του Ηλεκτρικού. Όπως προδίδει και το όνομά της αποτελεί έργο του μέγα ευεργέτη της πόλης των Αθηνών, αυτοκράτορα Αδριανού, που δίπλα στην πολύβουη αγορά της πόλης θέλησε να δημιουργήσει έναν ήσυχο χώρο πνευματικής αυτοσυγκέντρωσης και περισυλλογής. Η αρχιτεκτονική κάτοψη του συγκροτήματος της βιβλιοθήκης είχε πολλά κοινά με αυτήν της Ρωμαϊκής Αγοράς και αναρωτιέται κανείς μήπως μέσα στις προθέσεις του Αδριανού ήταν να ανταγωνιστεί την κοσμική αγορά του Αυγούστου με ένα κτίσμα που απευθυνόταν στον εσώτερο, ενδοσκοπούμενο άνθρωπο.
Το συγκρότημα διαμορφωνόταν από ένα τεράστιο αίθριο, πλαισιωμένο από τέσσερις στοές ανοικτές προς την εσωτερική αυλή. Το όλο ορθογώνιο είχε συνολικά διαστάσεις 122 Χ 82 μέτρα και η είσοδός του βρισκόταν στη δυτική πλευρά, διαμορφωμένη με μνημειακό πρόπυλο. Όλη η πρόσοψη έφερε μία εντυπωσιακή κιονοστοιχία από κορινθιακούς κίονες, που αποτελούν σήμερα και το καλύτερα σωζόμενο τμήμα του μνημείου. Στη μέση της αυλής, που θα πρέπει να την φανταστούμε ως έναν κήπο περιπάτου, υπήρχε μία επιμήκης δεξαμενή, πιθανόν με συντριβάνι. Η βόρεια και νότια στοά σχημάτιζαν στους εξωτερικούς τους τοίχους εξέδρες που θα χρησίμευαν ως σκιεροί χώροι ανάπαυσης και συζήτησης.
Η καθαυτή βιβλιοθήκη βρισκόταν στο ανατολικό άκρο του συγκροτήματος, σε μία ευρύχωρη κεντρική αίθουσα. Η αίθουσα αυτή πλαισιωνόταν από δύο μικρότερες, πιθανότατα αναγνωστήρια για τους επισκέπτες, ενώ στις άκρες της ανατολικής πλευράς υπήρχαν δύο αίθουσες με επάλληλες σειρές κτιστών εδωλίων, που πολύ σωστά, έχουν ερμηνευτεί ως αίθουσες διαλέξεων.
Ο Παυσανίας επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη λίγο μετά την ανέγερσή της και σχολιάζει την πολυτέλεια της: «υπάρχουν εδώ αίθουσες με οροφή επίχρυση και με λίθο αλάβαστρο, στολισμένες με αγάλματα και ζωγραφιές. Στις αίθουσες αυτές βρίσκονται μέσα βιβλία.». Μπορούμε σήμερα να φανταστούμε τους διανοούμενους της εποχής, να μελετούν τους πάπυρους και τις περγαμηνές των μεγάλων κλασικών και να ξεκουράζονται περπατώντας στον κήπο του αιθρίου, συζητώντας τις τελευταίες φιλοσοφικές θεωρίες. Η βιβλιοθήκη του Αδριανού, υπήρξε αναμφισβήτητα μία όαση για τους διανοούμενους της εποχής για περισσότερα από 130 χρόνια, πριν καταστραφεί στη λεηλασία της πόλης από τους βαρβάρους Έρουλους, το 267 μ.Χ

ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΔΙΟΣ

 
Είναι ένα από τα σημαντικότερα και συγχρόνως αρχαιότερα ιερά της Αθήνας. Ένας πρώτος ναός αφιερωμένος στη λατρεία του Δία υπήρχε ήδη από τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα. Την περίοδο της τυραννίας των Πεισιστρατειδών αποφασίστηκε η ανέγερση ενός μεγάλου ναού, ανάλογου με αυτούς που είχαν ανεγερθεί εκείνα τα χρόνια στη Μ. Ασία. Οι εργασίες της ανέγερσής του ουδέποτε αποπερατώθηκαν και φαίνεται ότι η κατασκευή εγκαταλείφθηκε σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο. Πιθανόν η εγκατάλειψη του φιλόδοξου αυτού έργου είχε να κάνει με την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα και με τις μεταρυθμίσεις του Κλεισθένους. Οι Αθηναίοι ενδεχομένως να μην ήθελαν να τελειώσουν ένα έργο που θα συνδεόταν αναπόφευκτα με τους τυράννους. Αργότερα την εποχή των Μηδικών, μέρος του οικοδομικού υλικού του ενσωματώθηκε στο αμυντικό τείχος της Αθήνας που ανέγειρε ο Θεμιστοκλής. Σφόνδυλοι που αποδίδονται σ’ αυτόν τον πρώτο ναό έχουν ανακαλυφθεί από τους αρχαιολόγους, με διάμετρο σχεδόν διόμισυ μέτρα. Ο ναός λοιπόν προοριζόταν να έχει τέτοιο μέγεθος, που θα επισκίαζε όλους τους άλλους μεγάλους ναούς της εποχής.
Οι εργασίες για ανοικοδόμηση του ναού επαναλήφθηκαν ύστερα από αρκετούς αιώνες με χρηματοδότηση ενός Έλληνα ηγεμόνα της Ανατολής, του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Δ του Επιφανούς (175-163 π.Χ.), ο οποίος θέλησε να μείνει με αυτόν τον τρόπο στην ιστορία. Τα νέα σχέδια εκπόνησε ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Κοσσούτιος. Γνωρίζουμε ότι ο ναός δεν είχε τελειώσει  μέχρι το θάνατο του Αντιόχου και ο Βιτρούβιος αναφέρει ότι ήταν υπαίθριος, δηλ. χωρίς στέγη, γεγονός ίσως που εξηγείται από το μέγεθός του και τους περιορισμούς που αντιμετώπιζε η αρχιτεκτονική της εποχής στη ζεύξη μεγάλων αποστάσεων. Αναφέρεται ότι κατά τη λεηλασία της Αθήνας από το Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα το 86 π.Χ., αφαιρέθηκαν κίονες από το μνημείο και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη όπου ενσωματώθηκαν στην κατασκευή του ναού του Διός Καπιτωλίου.
Το μνημείο θα εγκαταληφθεί για δύο ακόμα αιώνες, πριν τελικά αναλάβει την αποπεράτωσή του ο Αδριανός, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας που τόσο αγάπησε την Αθήνα. Το έργο περατώθηκε μέσα σε πέντε χρόνια και στα εγκαίνιά του παραβρέθηκε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο ναός ήταν κορινθιακός δίπτερος και στο εσωτερικό του σηκού ήταν στημένο ένα κολοσσιαίων διαστάσεων χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός μαζί με έναν αδριάντα του Αδριανού, που λατρεύτηκε και αυτός σαν θεός από τους Αθηναίους, μέσα στον ίδιο ναό. Ο Αδριανός χρηματοδότησε επίσης και τον πολύ καλά διατηρημένο μέχρι σήμερα μεγάλο ορθογώνιο περίβολο του ναού και τον ενίσχυσε με αντιρρίδες.
Ο ναός είχε συνολικά 104 κίονες από τους οποίους σήμερα σώζονται μόλις 13. Ο ένας εξ αυτών βρίσκεται πεσμένος στο έδαφος κατακερματισμένος σε σφονδύλους, από μία τρομερή θύελλα το 1852. Ο ναός κατέρρευσε στην Ύστερη αρχαιότητα πιθανόν από τους ισχυρούς σεισμούς του 4ου και 5ου αιώνα μ.Χ. Για πολλούς αιώνες κατά το Μεσαίωνα οι κάτοικοι έλιωναν στην φωτιά τα μάρμαρα του ναού για την παρασκευή ασβέστη. Στους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας πάνω στο επιστύλιο του ναού εγκατέστησε το κελί του ένας μοναχός, γνωστός ως Στυλίτης. Τα απομεινάρια του κελιού του αποτυπώνονται σε γκραβούρες περιηγητών και ήταν ορτατά μέχρι την εποχή του βασιλιά Όθωνα.